προσατιμώ

προσατιμώ
-όω, Α
1. ατιμάζω κάποιον επιπροσθέτως
2. στερώ κάποιον από τα πολιτικά του δικαιώματα («ὅταν ἐμὲ μὲν ἵδῃ μὴ μόνον τῶν πατρῴων ἀπεστερημένον, ἀλλὰ καὶ προσητιμωμένον», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀτιμῶ «ατιμάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”